Δύο χρόνια μετά η υπόθεση παραμένει ανοιχτή 

 

Τρεις αστυνομικοί που αντιμετωπίζουν κατηγορίες για το θάνατο ενός άνδρα με σύνδρομο Down ισχυρίζονται, δύο χρόνια μετά, ότι ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα της προϋπάρχουσας ιατρικής του κατάστασης, σύμφωνα με καταθέσεις που ήρθαν στο φως από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Ο Robert Saylor, ένας 26χρονος με σύνδρομο Down, δύο χρόνια πριν, τον Ιανουάριο του 2013, βρισκόταν σε έναν κινηματογράφο μαζί με μία ιατρική συνοδό, βλέποντας την ταινία “Zero Dark Thirty”. Η ταινία τελείωσε, αλλά ο Saylor δεν ήθελε να φύγει, καθώς ήθελε να την ξαναδεί. Ο υπεύθυνος του σινεμά όμως τον ενημέρωσε ότι προφανώς δεν είχε καταλάβει πως το εισιτήριο ίσχυε μόνο για μία προβολή και κάλεσε τρεις αστυνομικούς εκτός υπηρεσίας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν παράνομα ως σεκιούριτι. Οι άνδρες αποφάσισαν να διώξουν βίαια τον Saylor από το σινεμά, αρνούμενοι να ακούσουν τη συνοδό του, η οποία είχε ήδη επικοινωνήσει με τη μητέρα του, σε μία προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση. Οι αστυνομικοί έγιναν βίαιοι, ρίχνοντας τον Saylor στο έδαφος και ανεβαίνοντας πάνω του για να τον δέσουν με χειροπέδες. Κατά τη διαδικασία αυτή, η τραχεία του έφραξε και πέθανε από ασφυξία. Η έκθεση αυτοψίας έδειξε ότι ο Saylor πέθανε από ασφυξία, ενώ είχε υποστεί κάταγμα στο λάρυγγα, με τον ιατροδικαστή να χαρακτηρίζει το θάνατό του ως ανθρωποκτονία.

Κι ενώ ο θάνατος του Saylor ορίστηκε ως ανθρωποκτονία, μία εσωτερική… έρευνα “καθάρισε” τους τρεις αστυνομικούς από κάθε κατηγορία. Δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε βάρος κανενός από τους αξιωματικούς. Προς μεγάλη απογοήτευση όλων όσοι εμπλέκονταν με την υπόθεση, η επίσημη κριτική επιτροπή της Κομητείας του Φρέντερικ αρνήθηκε να απαγγείλει κατηγορίες στους αστυνομικούς, μετά την επανεξέταση της υπόθεσης.

Μετά την αποτυχία της Πολιτείας να κρατήσει τους αξιωματικούς ποινικά υπόλογους για το θάνατο του Saylor, η οικογένεια κατέθεσε μήνυση εναντίον των αστυνομικών για ανθρωποκτονία.

Σύμφωνα με μία έκθεση που είχε δημοσιευτεί: Στην αρχική καταγγελία, η οποία κατατέθηκε τον Οκτώβριο του 2013, η οικογένεια του Saylor επικαλείται παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ως πολίτη καθώς και της Πράξης των Αμερικανών με Ειδικές Ανάγκες, από την Πολιτεία, από τους αστυνομικούς του Σερίφη της Κομητείας και από την επιχείρηση που απασχολούσε τους άνδρες ως σεκιούριτι στον κινηματογράφο.

Ένα χρόνο αργότερα, το 2014, ένας ομοσπονδιακός δικαστής απέρριψε το σύνολο των κατηγοριών εναντίον της εταιρείας θεάτρου, καθώς και τις κατηγορίες κατά των αστυνομικών για αμέλεια και κατά της Πολιτείας για τον παράνομο θάνατο.

Ενώ η οικογένεια ήταν σίγουρη ότι το κάταγμα στο λάρυγγα ήταν αποτέλεσμα βίας, οι συνήγοροι υπεράσπισης των αστυνομικών ισχυρίζονταν στις καταθέσεις τους στο δικαστήριο ότι οι τραυματισμοί που εντοπίστηκαν στο Saylor ήταν από τις προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού να σώσει τη ζωή του, και όχι από τη βίαιη επίθεσή τους.

Ένας από τους εμπειρογνώμονες που ορίστηκε από την υπεράσπιση της οικογένειας ήταν ο δρ. Jeffrey Fillmore, γιατρός στο τμήμα επειγόντων του Νοσοκομείου Frederick Memorial, όπου μεταφέρθηκε ο Saylor. Σύμφωνα με την κατάθεση της υπεράσπισης, ο Fillmore θα κατέθετε στο δικαστήριο ότι η αυτοψία και άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν συνάδουν με την ασφυξία ως αιτία θανάτου του Saylor.

Η υπόθεση συνεχίζεται, και το φετινό Σεπτέμβριο ο Joseph Espo, δικηγόρος της οικογένειας του Saylor, δήλωσε ότι οι έμπειροι μάρτυρές του διαφωνούν σχεδόν με όλα όσα αναφέρονται στην κατάθεση των δικηγόρων των αστυνομικών. Σύμφωνα με τα αρχεία που είδαν το φως, ανάμεσα στους εν λόγω μάρτυρες περιλαμβάνονται ένας ειδικός στα άτομα με ειδικές ανάγκες, ένας ειδικός σε θέματα αστυνομίας, ένας παθολόγος και ένας ακόμα γιατρός.

Ο Saylor ήταν φανατικός οπαδός της εφαρμογής του νόμου και γοητευόταν από την αστυνομία. Κάποιοι ίσως ισχυριστούν ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν την πρόθεση να τον σκοτώσουν, αλλά το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να αποκλιμακώσουν μια απλή κατάσταση για ένα εισιτήριο κινηματογράφου, αντίθετα κατέφυγαν σε θανατηφόρα βία, δείχνει τη διαφθορά που επικρατεί σήμερα στην αστυνόμευση.

Απόδοση: Σταυρούλα Κασιδάκη

Πηγή: alternet.org