«Να πάτε σε μια σχολή όπως το εργαστήρι “Μαργαρίτα”, να τηρείτε το ωράριο, να είστε συνεργάσιμοι με τους συναδέλφους σας και βέβαια να είστε καλοί στη δουλειά σας».

Αυτές είναι οι συμβουλές και μαζί προτροπές της 37χρονης Χρύσας Καζακίδου, που εργάζεται δέκα συναπτά έτη στο κυλικείο της εταιρείας «Τιτάν», σε ανθρώπους που όπως εκείνη έχουν γεννηθεί με σύνδρομο Down, αλλά επιθυμούν να βγουν στην αγορά εργασίας κερδίζοντας οι ίδιοι τα προς το ζην. «Παίρνω λεωφορείο, μετρό και τρένο, γιατί μένω στον Κορυδαλλό και έρχομαι στα Ανω Πατήσια» περιγράφει στην «Κ» η Χρύσα, που μια φορά την εβδομάδα παρακολουθεί μαθήματα παραδοσιακών χορών και τον υπόλοιπο ελεύθερο χρόνο της τον μοιράζεται μεταξύ της οικογένειάς της και του συντρόφου της. «Σκεφτόμαστε να μετακομίσουμε μαζί στο Αιγάλεω» προσθέτει η ίδια, ενώ ετοιμάζει τον δίσκο με το lunch break. «Με το που φτάνω στη δουλειά, φοράω τη στολή μου και αρχίζω τις... συσκέψεις».

Κέρασμα ευγνωμοσύνης
Κάθε Μάιο η Χρύσα ετοιμάζει ένα δώρο για τη Βίκυ Μελετίδου, προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας της «Τιτάν» και κατεξοχήν πρόσωπο αναφοράς για την ίδια. «Eμφανίζεται στην πόρτα του γραφείου μου προσφέροντάς μου ένα γλυκό ως κέρασμα την ακριβή ημερομηνία που είναι η επέτειος από την πρόσληψή της», λέει η κ. Μελετίδου, «είναι ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος». Η «Τιτάν» υπήρξε πρωτοπόρος σε πρωτοβουλίες Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, όπως αποδεικνύει και η σύσταση κοινωνικής υπηρεσίας ήδη από το 1963. «Γνωρίζαμε το έργο της “Μαργαρίτας”, απ’ όπου είδαμε πολλούς αποφοίτους και επιλέξαμε έπειτα από σχετική αξιολόγηση τη Χρύσα, η οποία είχε ήδη ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της στο κομμάτι της εστίασης-σίτισης». Μπορεί η πρόσληψη να έγινε διστακτικά, αλλά πολύ γρήγορα κατέστη σαφές ότι η Χρύσα είχε έρθει... για να μείνει.
«Στην αρχή η Χρύσα ήταν πολύ επιφυλακτική, δεν μιλούσε πολύ στους ανθρώπους και απέφευγε να μπαίνει μόνη στο ασανσέρ ειδικά με άνδρες», λέει η κ. Μελετίδου, «έτσι την είχαν γαλουχήσει από το σπίτι και το σχολείο για να προφυλάσσει τον εαυτό της». Διαπιστώνοντας, όμως, ότι το εργασιακό περιβάλλον ήταν ασφαλές και φιλικό, η Χρύσα άρχισε να ανοίγεται. «Τότε γνωρίσαμε μια άλλη Χρύσα με χιούμορ και έξυπνες ατάκες», παρατηρεί η κ. Μελετίδου, «δεν το μετανιώσαμε ποτέ, αντίθετα μας έκανε και εμάς καλό ως ανθρώπους».

Η εξέλιξη της Χρύσας είναι εντυπωσιακή: μετακινείται πλέον μόνη της με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, είναι οικονομικά ανεξάρτητη, διαχειρίζεται μόνη τα οικονομικά της, γνωρίζει τα εργασιακά της δικαιώματα, βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού... «Ηρθα εδώ στα 27, δύο συναδέλφισσες μου έμαθαν τη δουλειά και με βοήθησαν να αποκτήσω πιο κοινωνική συμπεριφορά», τονίζει η Χρύσα, «εκτός από συναδέλφισσες, γίναμε και φίλες».

Η 37χρονη Χρύσα αποτελεί αναμφισβήτητα ένα success story, ωστόσο δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. «Ως “Μαργαρίτα” θέσαμε εξαρχής στους στόχους μας την επαγγελματική αποκατάσταση των μαθητών μας», εξηγεί στην «Κ» ο υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων, Γιάννης Μπίστας, «η ιδρύτρια της δομής, Ιωάννα Τσοκοπούλου, ταξίδεψε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο εξωτερικό σε μια προσπάθεια να εντοπίσει βέλτιστες πρακτικές, καθώς ως μητέρα παιδιού με σύνδρομο Down, αναζητούσε τις καλύτερες διεξόδους». Ηδη, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 γίνονται οι πρώτες προσλήψεις αποφοίτων της «Μαργαρίτας», που ακολούθησε το μοντέλο της υποστηριζόμενης εργασίας, έτσι όπως εφαρμόζεται στις αγγλοσαξονικές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, ένας ειδικός από τη Μεγάλη Βρετανία εκπαίδευσε το προσωπικό, ενώ σταδιακά δημιουργήθηκε ένα ξεχωριστό τμήμα με μέριμνα τη σταδιακή επαγγελματική αποκατάσταση των μαθητών.

«Πάνω από 35 απόφοιτοί μας έχουν βρει δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, άλλοι έπειτα από ενέργειες της οικογένειάς τους και άλλοι από εμάς», επισημαίνει ο κ. Μπίστας, που είναι πεπεισμένος ότι το 1/3 των μαθητών μπορεί με την κατάλληλη εκπαίδευση και υποστήριξη να βγει στην αγορά εργασίας. «Εχουμε και τους πρώτους που συνταξιοδοτήθηκαν, ένας μάλιστα έπειτα από 30 χρόνια». Ως άτομα με ειδικές ανάγκες δικαιούνται να συνταξιοδοτηθούν και νωρίτερα, ωστόσο η επίδραση της εργασιακής καθημερινότητας στη ζωή τους είναι τόσο ευεργετική που δεν συνίσταται η πρόωρη συνταξιοδότηση.
Οι επιφυλάξεις
«Προϋπόθεση για να προχωρήσουμε στη σύνταξη ενός επαγγελματικού προφίλ, που αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες και τα δυνατά σημεία του υποψηφίου, είναι να επιθυμεί τόσο ο ίδιος όσο και οι γονείς του να εργαστεί», σημειώνει ο κ. Μπίστας. Αυτό δεν είναι τόσο αυτονόητο, δεδομένης της ελληνικής υπερπροστατευτικής οικογένειας. «Συχνά είναι επιφυλακτικές μέχρι σημείου εναντίωσης στη θέληση του παιδιού τους» εξηγεί, «άλλοτε φοβούνται πιθανή κακομεταχείριση ή απώλεια κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του». Παλαιότερα άπαξ και ένας δικαιούχος επιδομάτων άρχιζε να δουλεύει, αυτόματα έπαυε να λαμβάνει την εν λόγω οικονομική βοήθεια. «Μια πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση αποκατέστησε ευτυχώς αυτό το παράδοξο».

«Τώρα πια είμαι εργαζόμενη γυναίκα»
«Είναι η πρώτη μου δουλειά και μου αρέσει πολύ», λέει η 26χρονη Θέμις Ακάσογλου, καλωσορίζοντας την «Κ» σε ένα από τα ξενοδοχεία Coco-Mat. Αρχικά είχε οριστεί ότι η Θέμις θα βρίσκεται στην πόρτα και θα υποδέχεται τους πελάτες, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων τις γνώσεις της στα αγγλικά και στα ιταλικά. «Γρήγορα, όμως, ζήτησε περισσότερα καθήκοντα, γιατί από μια ώρα και έπειτα η κίνηση στην πόρτα είναι περιορισμένη και έπληττε, οπότε μας βοηθάει και στην ετοιμασία των τραπεζιών για το μεσημεριανό», σχολιάζει η Μαρία Γεωργακοπούλου, υπεύθυνη στην αλυσίδα ξενοδοχείων, «από την ημέρα που ήρθε η Θέμις έχει φέρει τη χαρά στο ξενοδοχείο μας». Η 26χρονη προς το παρόν εργάζεται 4ωρο, αλλά ενδέχεται σταδιακά να αυξηθεί το ωράριό της. «Μου αρέσουν πολύ η θάλασσα και οι βόλτες για καφέ», λέει η Θέμις, «τώρα, όμως, είμαι εργαζόμενη γυναίκα, πάνω από όλα είναι η δουλειά μου».

O κ. Μπίστας, μετά 25ετή εμπειρία, δεν εκπλήσσεται πλέον βλέποντας τη μεταμόρφωση των πάλαι ποτέ μαθητών του, που μέσω της δουλειάς εντάσσονται στο κοινωνικό σύνολο και εξελίσσονται. «Συναντώ ανθρώπους με περισσότερη αυτοπεποίθηση που αρχίζουν να αποκτούν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να μετακινούνται μόνοι, να μετακομίζουν μακριά από τους γονείς τους, να πηγαίνουν διακοπές, να κάνουν μια σχέση ή ακόμα και οικογένεια». Τα παραπάνω βήματα θα συμβάλουν στην ομαλότερη προσαρμογή τους στην καθημερινότητα, όταν οι γονείς τους θα έχουν «φύγει», δεδομένου ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει καμία σχετική μέριμνα. «Στο εξωτερικό, η τοπική αυτοδιοίκηση αναλαμβάνει τους δημότες ΑμεΑ, που ζουν σε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης», εξηγεί ο κ. Μπίστας, «εδώ υπάρχουν ελάχιστες τέτοιες δομές, που δημιουργήθηκαν κυρίως από προνοητικούς γονείς». Κατά κανόνα, δεν υπάρχει σχέδιο για την «επόμενη μέρα». «Αλλοτε αναλαμβάνουν τη φροντίδα τους υπό αδιευκρίνιστους όρους οικιακοί βοηθοί, άλλοτε εισάγονται σε γηροκομεία, όπου ζουν πλάι σε 80χρονους, ενώ μπορεί οι ίδιοι να είναι 40 ετών ή φιλοξενούνται σε κάποιο ίδρυμα χρονίων παθήσεων», σημειώνει ο ίδιος προβληματισμένος. «Το ιδανικό σχήμα θα ήταν οι δήμοι να δημιουργήσουν τέτοιες δομές σε αναξιοποίητα κτίρια λαμβάνοντας τα νοσήλια από τον ΕΟΠΥΥ».
«Ισες ευκαιρίες»

Η Coco-Mat απασχολεί και άλλον απόφοιτο της «Μαργαρίτας», ενώ σκοπεύει να προχωρήσει σε περαιτέρω προσλήψεις. «Στο εργοστάσιό μας στην Ξάνθη απασχολούμε εδώ και πολλά χρόνια ανθρώπους με αναπηρία», αναφέρει στην «Κ» ο Παύλος Ευμορφίδης, γιος του ιδρυτή και στέλεχος της εταιρείας, «είναι ευθύνη κάθε εργοδότη να προσφέρει ίσες ευκαιρίες και να δημιουργεί ένα εργασιακό περιβάλλον, όπου χωρούν όλοι». Οι κλάδοι που προσφέρουν θέσεις εργασίας, κατάλληλες για άτομα με νοητική στέρηση, είναι η εστίαση (σ.σ. η «Μαργαρίτα» έχει δημιουργήσει ομάδα catering), η καθαριότητα, η συντήρηση κήπων και η παροχή υπηρεσιών. Ο ΟΑΕΔ έχει ένα σχετικό πρόγραμμα, που παρέχει ασφαλιστικές εισφορές τριών ετών στον εργοδότη, ωστόσο η γραφειοκρατία είναι τόσο πολύπλοκη που σπάνια οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες το αξιοποιούν.

«Οι άνθρωποι με νοητική υστέρηση, επειδή επενδύουν πάρα πολύ στο εργασιακό σκέλος είναι πάρα πολύ ευσυνείδητοι» διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση ο κ. Μπίστας, «βάσει διαθέσιμων στατιστικών, κάνουν πολύ λιγότερες απουσίες από τον γενικό πληθυσμό, επιπλέον είναι πολύ πιο παραγωγικοί σε εργασίες μονότονες που στους υπόλοιπους ίσως φαίνονται βαρετές».


Πηγή: kathimerini.gr