O Σουλεϊμάν Καραμπάς, φεύγοντας από τη Λέσβο, κι έχοντας νωρίτερα ξεφύγει από τον ISIS με την οικογένειά του, “βαφτίστηκε” ως το αγόρι με το “μαγικό χαμόγελο”. 

 O Σουλεϊμάν Καραμπάς χαμογελά στην κάμερα, δείχνοντας γιατί τον αποκάλεσαν “το αγόρι με το μαγικό χαμόγελο” όταν ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες από τη Συρία που έφυγαν πέρυσι από τη Λέσβο.

Οταν εμείς από τη “Mirror” συναντήσαμε τον περασμένο Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά, τον 6χρονο Σουλεϊμάν, ο οποίος έχει σύνδρομο Down, το χαμόγελό του κάλυπτε τον τρόμο που είχε ζήσει στη διάρκεια ενός 3.000 μιλίων “ταξιδιού από την κόλαση”, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πόλεμο στη Συρία.

Συναντήσαμε τον Σουλεϊμάν και την οικογένειά του στη Γερμανία πρόσφατα, και μάθαμε πώς κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Σουλεϊμάν μεταφέρθηκε από έναν ξένο, δέχθηκε πυροβολισμούς, πέρασε μια νύχτα σε τουρκική φυλακή, και κόντεψε να πνιγεί στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της επικίνδυνης διέλευσής του με βάρκα προς την Ελλάδα.

Η 45χρονη μητέρα του Χάνα και ο αναισθησιολόγος συζύγός της, είχαν αποφασίσει ότι αυτή θα έπρεπε να φύγει μαζί με τον Σουλεϊμάν, την 15χρονη αδελφή του Τζόντι και τον 16χρονο αδελφό του Ανάς.

“Είναι ένας εφιάλτης στη Συρία, δεν ζούσαμε. Αποφασίσαμε να πάρω μακριά τα παιδιά μας για να είναι ασφαλή” λέει η Χάνα.

Οι κακοποιοί του ISIS φερόταν ότι είχαν εκδώσει έναν φετφά κατά των παιδιών με σύνδρομο Down στη Συρία, ενώ ο Ανάς κινδύνευε να επιστρατευθεί από τον στρατό του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ.

Οπως λέει η Χάνα, “έπρεπε να σώσω τα αγόρια μου και να τους δώσω ένα μέλλον. Του χρόνου ο γιος μου θα είναι 17 και θα υποχρεωνόταν να πολεμήσει, ακόμα και να σκοτώσει. Δεν μπορούσαμε να βγούμε από το σπίτι, τα σχολεία έχουν βομβαρδιστεί, ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε μόνο για λίγες ώρες την ημέρα”.

Ο σύζυγος της Χάνα, με την ταυτότητά του να αναγράφει ''γιατρός” ποτέ δεν θα του επιτρεπόταν να φύγει, κι έτσι πέρυσι στις 28 Αυγούστου, η Χάνα και τα παιδιά της, μετά από έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό, ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς την ασφάλεια.

Η Χάνα και η Τζόντι φόρεσαν μπούργκες καθώς η οικογένεια μπήκε στο λεωφορείο για να ξεκινήσει το 55 ημερών οδοιπορικό της σε οκτώ χώρες.

Ηταν μια αργή, ψυχοφθόρα διαδρομή, καθώς κάθε δύο μίλια τους σταματούσε ο στρατός του Ασαντ.

Την επόμενη ημέρα ήρθαν οι τρομακτικές ανακρίσεις από τους υποστηρικτές του ISIS που απαιτούσαν να μάθουν πόσο συχνά προσευχόταν ο Ανάς.

Η γενναία Τζόντι λέει: “Επρεπε να φοράμε μπούργκα για να βγούμε έξω. Σε όλη τη διαδρομή μας σταματούσαν και μας άφηναν να συνεχίσουμε μόνο αν τους δωροδοκούσαμε. Σε ένα σημείο ελέγχου μου είπαν ''θέλω τον αδελφό σου''. Επρεπε να τους παρακαλέσω για να τον αφήσουν να έρθει μαζί μας. Πήραν το τηλέφωνό μου και στη συνέχεια άνοιξαν την τσάντα της μαμάς μου και πήραν ένα μάτσο χρήματα, λέγοντας ''κρατήστε το τηλέφωνό σας, αντί για αυτό θα πάρουμε τα χρήματά σας''. Σε ένα σημείο ελέγχου, τη στιγμή που ένοπλοι του ISIS έλεγχαν την ταυτότητα του αδελφού μου, ήμασταν πολύ φοβισμένοι ακόμα και να τους κοιτάξουμε. Ημουν τρομοκρατημένη, γιατί ήξερα ότι με μία λάθος κίνηση θα τον σκότωναν. Ακόμα και αν φαινόταν ένα ελάχιστο ακάλυπτο σημείο στο σώμα μας θα ήταν νεκρός. Είδαμε πάρα πολλά όπλα στη Συρία - όλων των μεγεθών”.

Η οικογένεια κατόρθωσε να φθάσει στα βουνά στα σύνορα με την Τουρκία και ξεκίνησε με τα πόδια για να περάσει κορυφές ύψους 1.280 μέτρων, με τη Τζόντι να φορά παπούτσια με τακούνια και τον Σουλεϊμάν να τον μεταφέρουν, πότε η μητέρα του και πότε ο αδελφός του.

Οπως λέει η Τζόντι “περπατήσαμε περίπου 10 ώρες, αλλά κάθε φορά που φτάναμε στην κορυφή του βουνού κάποιος φώναζε ''Αστυνομία!'' και έπρεπε να τρέξουμε και πάλι προς τα κάτω. Ημουν πολύ κουρασμένη για να κλάψω. Δεν φορούσα μπότες και είπα στη μητέρα μου ''ας πάμε πίσω. Ας το πάρουμε απόφαση ότι θα πεθάνω''. Επεσα πάνω από έξι φορές, η μαμά μου το ίδιο. Τα γόνατα και τα πόδια μου πονούν ακόμα και τώρα”.

Η Χάνα πονούσε φοβερά στην πλάτη καθώς μετέφερε για πολλές ώρες τον Σουλεϊμάν. Οπως λέει, “δεν είχαμε ούτε τροφή, ούτε νερό, είχαμε περπατήσει τόσο πολύ κι είχαμε χάσει τόσο βάρος που μοιάζαμε με τον... Δράκουλα. Ενας Ιρακινός πρόσφυγας προσφέρθηκε να μεταφέρει για λίγο τον Σουλεϊμάν και ήμουν τόσο ευγνώμων γι’ αυτό. Ομως στη συνέχεια, άρχισαν πυροβολισμοί και η τουρκική αστυνομία άρχισε να μας ουρλιάζει. Εριχναν βολές πάνω από τα κεφάλια μας και ο κόσμος άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει. Ο άνδρας με τον Σουλεϊμάν έτρεξε και πέρασε τα σύνορα με την Τουρκία, αφήνοντάς μας πίσω. Νόμιζα ότι επρόκειτο να τον πετάξει στο δάσος και δεν θα τον ξαναδώ ποτέ”.

Στη Χάνα είχε δοθεί ένας τηλεφωνικός αριθμός από έναν άνθρωπο στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, ο οποίος είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει εάν αντιμετώπιζε προβλήματα. Σύντομα ανακάλυψε ότι Σουλεϊμάν και ο Ιρακινός που τον μετέφερε είχαν συλληφθεί από την αστυνομία και είχαν περάσει τη νύχτα στη φυλακή.

Οπως λέει η Τζόντι “μας είπε στο τηλέφωνο ότι αν πληρώναμε μια γυναίκα με 100 δολάρια αυτή θα προσποιείτο ότι ήταν η μητέρα του Σουλεϊμάν. Η γυναίκα αυτή τον πήρε πίσω και όταν ήρθε και μας τον έδωσε, η μαμά μου κατέρρευσε στο πάτωμα. Αλλά ο Σουλεϊμάν ήταν μια χαρά, προφανώς είχε κοιμηθεί και είχε φάει”.

Η Χάνα είχε ραμμένες τρεις τσέπες στο εσώρουχό της για να κρατήσει τα μετρητά τους ασφαλή, αλλά σύντομα αυτά άρχισαν να τελειώνουν.

Μία από τις μεγαλύτερες δαπάνες ήταν οι διακινητές, τους οποίους πλήρωσαν με περίπου 1.600 ευρώ η κάθε μία για τη διέλευση με βάρκα στη Λέσβο.

Η οικογένεια τύλιξε τα κινητά τους τηλέφωνα σε πάνες του Σουλεϊμάν και σε πλαστικές σακούλες και ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Φόρεσαν τα σωσίβιά τους και κάθισε ο ένας στα πόδια του άλλου μέσα στη βάρκα, μαζί με 58 άλλους ανθρώπους.

Αλλά στη μέση της θάλασσας η μηχανή σταμάτησε και όσοι βρίσκονταν μέσα στη σάπια βάρκα άρχισαν, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, να την κουνούν πέρα – δώθε προσπαθώντας να αξιοποιήσουν και τα τελευταία καύσιμα που είχαν απομείνει.

“Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν το πώς θα γινόταν να σώσω όλα μου τα παιδιά” λέει η Χάνα.

Οταν τελικά κατάφεραν να φθάσουν στη στεριά, βρέθηκαν σε μία ακόμα τραγική κατάσταση, σε ένα ελληνικό νησί στα όρια της κατάρρευσης, με πάνω από 20.000 πρόσφυγες να αγωνίζονται για τα απαραίτητα έγγραφα προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Οπως λέει η Τζόντι: “Μας είπαν ότι θα φτάσουμε στην Ευρώπη και θα έχουμε βοήθεια, αλλά όταν φθάσαμε εκεί ήταν μία φρίκη. Αν ήθελες να πας στην τουαλέτα σου έλεγαν ''είναι χαλασμένη''. Υπήρχε μόνο ένα εστιατόριο που μας άφηνε να χρησιμοποιούμε την τουαλέτα και σε αυτήν περίμενες δύο ώρες”.

Οταν οι αρχές επέτρεψαν σε πλοία να μεταφέρουν τους πρόσφυγες από το νησί, η οικογένεια συνωθείται σε ατέλειωτες ουρές απελπισμένων ανθρώπων που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα σκάφη, ενώ οι λιμενικοί τους έσπρωχναν όπως τα ζώα.

Από την ηπειρωτική Ελλάδα, η οικογένεια έφθασε στην πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας και στη συνέχεια στη Σερβία, όπου ταλαιπωρήθηκαν από το κρύο και είδαν τη σκηνή τους να καταρρέει μέσα σε καταρρακτώδη βροχή. Φθάνοντας στην Ουγγαρία έζησαν την τραυματικη εμπειρία να πέσουν θύματα ληστείας. Η οικογένεια άκουσε άλλους πρόσφυγες να φωνάζουν ''Αστυνομία'' και εγκατέλειψαν τις τσάντες τους για να τρέξουν να κρυφτούν. Επιστρέφοντας ανακάλυψαν ότι τους είχαν κλέψει 400 ευρώ μετρητά, το τηλέφωνο της Χάνα και την τσάντα με τις πάνες του Σουλεϊμάν.

Ο Ανάς θυμάται πολύ έντονα εκείνες τις ώρες μιας και συμπλήρωσε τα 16 του χρόνια ψάχνοντας για φαγητό σε ένα χωράφι με καλαμπόκια.

Συνέχισαν στην Αυστρία και μετά πήραν το τρένο για τη Γερμανία, καταλήγοντας σε έναν καταυλισμό, όπου όμως ζούσαν με το φόβο, καθώς εκεί είχε σημειωθεί μια δολοφονία και πολλές ληστείες.

Τέλος, στις 21 Οκτωβρίου, μεταφέρθηκαν στην ιστορική πόλη Χέπενχάιμ, στην οποία ζουν τώρα, σε ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου σε μια πολυκατοικία. Πρέπει όλοι να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, αλλά τα παιδιά έχουν επιστρέψει στο σχολείο, ενώ ο Σουλεϊμάν έχει μάθει να μετρά από το ένα έως το πέντε στα γερμανικά.

Το ενοίκιο και ηλεκτρικό είναι πληρωμένα και επίσης τους καταβάλλεται επίδομα 800 το μήνα για να ζήσουν.

Για την ώρα έχουν παραιτηθεί από το όνειρό τους να πάνε στη Μεγάλη Βρετανία. Οπως λέει η Χάνα “θέλουμε πραγματικά να πάμε στην Αγγλία - θα ήταν καλύτερα για το σύζυγό μου να βρει μια δουλειά εκεί. Αλλά είναι δύσκολο να φτάσουμε εκεί και δεν ξέρουμε πώς μπορεί να γίνει, γιατί πρέπει να περάσουμε τη θάλασσα”.

Διακινητές τους είπαν πως χρεώνουν περί τα 5.200 ευρώ για να τους πάνε στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά στην οικογένεια δεν έχουν απομείνει πια άλλα χρήματα.

Ετσι, για την ώρα, τα παιδιά περιμένουν και ελπίζουν ότι ο μπαμπάς τους θα είναι σε θέση να τους συναντήσει, αφού πάρουν τα επίσημα έγγραφά τους.

Τρεις μήνες στη νέα της ζωή, αλλά η Τζόντι δεν έχει εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από τη Γερμανία και κάποιες ''ηλίθιες'' συμπεριφορές απέναντι στους πρόσφυγες.

Λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους, οκτώ πρόσφυγες βρήκαν σκισμένα τα λάστιχα των τροχών στο καροτσάκι τους.

Παρ’ όλ’ αυτά η Τζόντι δηλώνει: “Νιώθω ασφαλής τώρα. Μπορώ να βγω χωρίς τη μαμά μου και δεν φοβάμαι τίποτα. Και μια μέρα μπορεί να τα καταφέρουμε να πάμε στην Αγγλία”.


Της Lucy Thornton

Απόδοση: Βασίλης Μπακόπουλος

Πηγή: mirror.co.uk