Είναι αδύνατο να αντισταθείτε στη γνήσια συναισθηματική ορμή του «Μεγαλώσαμε πια!» (Ντοκιμαντέρ)
- Λεπτομέρειες
Γεμάτος από ειλικρίνεια, συναίσθημα και γνήσια όρεξη για ζωή, ο θαυμαστός κόσμος του «Μεγαλώσαμε πια!» αποτελεί μία ματιά στην καθημερινότητα μερικών ανθρώπων με σύνδρομο Down, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε μια ενήλικη συνείδηση και μια συγκαταβατική αλλά και πατρονιστική προσέγγιση.
Πολλές φορές, οι θεματικές που έχουν να κάνουν με ανθρώπους που έχουν σύνδρομο Down πέφτουν σε μία ατυχή παγίδα: τους παρουσιάζουν ως άτομα διαφορετικά, τα οποία κινούνται στο περιθώριο και χρειάζονται διαφορετική μεταχείριση – με όση αγάπη και φροντίδα κι αν περιλαμβάνει αυτή - αγνοώντας όμως έναν βασικό παράγοντα. Την οπτική αυτών των ίδιων των ανθρώπων.
Η Μάιτε Αλμπέρντι αντιστρέφει τους ρόλους και δίνει τον λόγο σε αυτή τη θαυμαστή ομάδα. Τους παρακολουθεί, με συμπάθεια αλλά ποτέ οίκτο, στην καθημερινή τους δραστηριότητα, στα όνειρά τους για το μέλλον, στις αναμεταξύ τους προστριβές, στα ελαφρά αλλά και πιο σοβαρά προβλήματά τους. Η κοινότητα που σχηματίζεται μπροστά από τον φακό της έχει το χιούμορ, το δράμα και τα άγχη που θα είχε οποιαδήποτε άλλη κοινωνικώς αποδεχτή κοινωνία. Μόνο που αυτό δεν γίνεται κατανοητό από τους (μονίμως θολούς στο φόντο ή απλά εκτός κάδρου) «κανονικούς» ανθρώπους. Ειρωνικά, αυτοί είναι που έχουν τεθεί στο περιθώριο, όχι οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας.
Στο «Μεγαλώσαμε πια!» μία παρέα σαραντάχρονων ανθρώπων με σύνδρομο Down έχουν πια σιχαθεί να είναι συμμαθητές μια ολόκληρη ζωή. Η Ανίτα Μαρία βαριέται να πρέπει να πάει στο σχολείο κάθε μέρα. Η Ρίτα αγαπά την σοκολάτα και την σωματική επαφή, όμως δεν βλέπει τον υπόλοιπο κόσμο να συμμερίζεται αυτόν τον ενθουσιασμό της. Ο Ρικάρντο νιώθει όλη την ενήλικη υπευθυνότητά του, πηγαίνοντας από δουλειά σε δουλειά προσπαθώντας να αποταμιεύσει χρήματα για να μπορεί να ζήσει μόνος του και να συντηρήσει την μελλοντική γυναίκα του. Και ο Αντρές (το αγόρι της Ανίτα, που «είναι και πολύ γκόμενος» κατά τα λεγόμενά της) παραδέχεται ότι παλιά ήταν γυναικάς αλλά τώρα έχει μόνο μάτια για το κορίτσι του. Όλοι τους είναι πια «συνειδητοί ενήλικες», όπως τους μαθαίνει το σχετικό μάθημα του σχολείου. Γιατί όμως δεν τους συμπεριφέρεται κανείς έτσι;
Η Αλμπέρντι έξυπνα υπογραμμίζει (χωρίς εμφανείς σκηνοθετικές παρεμβάσεις, απλά οργανώνοντας πολύ έξυπνα στο μοντάζ τις παρατηρήσεις της) τις έμφυτες αντιφάσεις που προκύπτουν μέσα στην οργανωμένη δομή του σχολείου. Καταρχάς, κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και όμως όλοι αντιμετωπίζονται με μία κοινή – κατά πρώτη ματιά εμψυχωτική αλλά, στην πορεία, ενδεχομένως και καταπιεστική – προσέγγιση. Από την παιδικά καλοπροαίρετη Ρίτα μέχρι τον εντυπωσιακά υπεύθυνο (που θέλει να γίνει και πρόεδρος της τάξης) Ρικάρντο, γίνεται σαφές πως το εύρος ανάμεσά τους καλύπτει όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις μιας καθόλα κανονικής κοινωνίας, παράμετρος που φαίνεται να αγνοείται εντελώς στην πραγματικότητα. Επιπλέον, κάθε προσπάθεια κοινωνικής ένταξης που μπορεί να περιλαμβάνουν οι εκπαιδευτικές δομές του σχολείου δείχνει να σαμποτάρεται από το ίδιο το σύστημα που είτε δεν επιτρέπει σε δύο ερωτευμένα άτομα με σύνδρομο Down να παντρευτούν, είτε δεν πληρώνει ικανά χρήματα για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους (ειδικά η προσπάθεια του Ρικάρντο για αυτοσυντήρηση είναι συγκινητική), είτε δεν αναγνωρίζει τις ψυχικές τους ανάγκες σε σχέση με τις καθαρά λειτουργικές.
Για αυτό και η οπτική της ταινίας είναι άκρως αναζωογονητική, μέσα στην ανάλαφρη αλλά ουσιαστικά φυσική της προσέγγιση. Παρακολουθεί τον Αντρές και την Ρίτα στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να βρουν ένα χώρο όπου απλά μπορούν να μείνουν μόνοι. Τους αποτυπώνει στην γνήσια χαρά τους όταν η Ρίτα βγαίνει μέσα από την γενέθλια τούρτα του αγοριού της για να του αφιερώσει έναν εύθυμο χορό. Η κάμερα είναι εκεί όταν με ανακούφιση η Ρίτα μαθαίνει ότι στο Περού πραγματοποιήθηκε ένας γάμος ανάμεσα σε ανθρώπους με σύνδρομο Down. Και καταγράφει χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς την λύπη της, όταν ανακαλύπτει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να αποκτήσει αυτή τη ζωή αλλά και το ότι αυτό δεν είναι καν στο χέρι της. Το ξέσπασμά της μπροστά στην μητέρα της είναι σπαρακτικό και το κέρδος της ταινίας είναι ότι ποτέ αυτό δεν δείχνει ψεύτικο ή στημένο.
Υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στον πρωτότυπο και την διεθνή απόδοση του τίτλου της ταινίας. Το αυθεντικό «Los Niños» μεταφράζεται ως «Τα παιδιά», ωστόσο το διεθνές «The Grown-Ups» αναφέρεται σε αυτούς ως ενήλικες. Αυτή η διαφορά στον ορισμό, που στόχο βέβαια έχει να αποκαλύψει την αντίφαση με την οποία αντιμετωπίζονται σε όλη την διάρκεια του φιλμ οι πρωταγωνιστές από τους πάντες γύρω τους, είναι και η ίδια η ουσία της ταινίας, η οποία αποκαλύπτει ένα μικρό κομμάτι της απογοήτευσης, της λαχτάρας, της όρεξης για ζωή αυτών των ξεχωριστών και θαυμαστών ανθρώπων. Είναι όλοι τους κανονικοί άνθρωποι, ετερόκλιτοι όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, οι οποίοι απλά μαθαίνουν για μια ζωή που ποτέ δεν πρόκειται να γευτούν. Το τελικό πλάνο της Ρίτα και όλη η απόγνωση στο πρόσωπό της λένε από μόνα τους – συνοπτικά και περιεκτικά – όλα όσα χρειάζονται να πει κανείς. Για αυτό και είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί κανείς στη συναισθηματική τους ορμή. Απλά υπέροχο.
Το «Μεγαλώσαμε πια!» προβάλλεται σε επανάληψη την Κυριακή, 12 Μαρτίου στις 18:00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές.
Πηγή: flix.gr